- γλιχός
- γλιχός, ο (Α) [γλίχομαι]1. γλίσχρος*2. περίεργος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλογλιχώ — έω, Α είμαι διεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γλιχῶ (< γλιχός «περίεργος» < γλίχομαι «επιθυμώ, επιμένω»)] … Dictionary of Greek